- μπαμπακιά
- η [μπαμπάκι]η βαμβακιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαμβακιά — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 700 κάτ.) του νομού Σερρών. Βρίσκεται προς τα δυτικά της επαρχίας και κοντά στον ποταμό Στρυμόνα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κ. Μητρουσίου. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 252 κάτ.)… … Dictionary of Greek
μπαμπάκι — το 1. το βαμβάκι 2. (κατ επέκτ.) ό,τιδήποτε είναι λευκό και μαλακό σαν το βαμβάκι («τα μαλλιά του έγιναν μπαμπάκι») 4. φρ. α) «σέ σφάζει με το μπαμπάκι» λέγεται για εκείνους που προξενούν ζημιά χωρίς αυτή να γίνεται αντιληπτή αμέσως β) «μπαμπάκια … Dictionary of Greek
ασυμψήφιστος — η, ο αυτός που δε συμψηφίστηκε: Ξέχασες ασυμψήφιστο το ποσό που μου οφείλεις από τα μπαμπάκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαμβάκι — βαμβάκι, το και μπαμπάκι, το 1. το φυτό το οποίο παράγει το βαμβάκι: Στη Θεσσαλία καλλιεργούν μπαμπάκι. 2. η λευκή κλωστική ύλη που βγαίνει από την μπαμπακιά και χρησιμοποιείται, κατάλληλα επεξεργασμένη, στην υφαντουργία, τη φαρμακευτική και για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαμβακιά — βαμβακιά, η και μπαμπακιά, η το φυτό που παράγει το μπαμπάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πριμοδοτώ — ησα, ήθηκα, επιδοτώ κάποιο προϊόν, κυρίως γεωργικό: Η κυβέρνηση θα πριμοδοτήσει φέτος τα μπαμπάκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)